- αποτύφλωση
- η (AM ἀποτύφλωσις)η πλήρης τύφλωσηνεοελλ.1. ιατρ. η έμφραξη των φλεβών2. υπέρμετρος φανατισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποτυφλώσῃ — ἀποτυφλώσηι , ἀποτύφλωσις making blind fem dat sg (epic) ἀποτυφλόω make quite blind aor subj mid 2nd sg ἀποτυφλόω make quite blind aor subj act 3rd sg ἀποτυφλόω make quite blind fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποτυφλώσῃ , ἀποτυφλόω make quite blind futperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτυφλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό: Με την εγχείρηση που του έκαναν αποτυφλώθηκε. 2. αποβλακώνω: Αποτυφλωμένος από το μίσος δεν έβλεπε ούτε το προσωπικό του ούτε των δικών του το συμφέρον. Ουσ. αποτύφλωση, η τέλεια τύφλωση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)